μύρτο

μύρτο
το (Α μύρτον)
ο καρπός τής μύρτου, τής μυρσίνης, το σμύρτο, το μούρτο
νεοελλ.
στον πληθ. τα μύρτα
α) φυλλοφόρα κλαδιά μυρτιάς («στόλισαν την εκκλησία με μύρτα»)
β) ανατ. σαρκώδεις προεξοχές στην είσοδο τού κόλπου τής γυναίκας οι οποίες αποτελούν υπολείμματα τού παρθενικού υμένα μετά τον πρώτο τοκετό
αρχ.
1. το γυναικείο αιδοίο
2. στον πληθ. α) η μυρσίνη
β) οι καρποί τής μυρσίνης ως αρτύματα τών φαγητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μύρτο — το ο καρπός ή το κλαδί της μυρτιάς: Στόλισαν με μύρτους την εικόνα του αγίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… …   Dictionary of Greek

  • Mirthios — Myrthios von oben gesehen Myrthios vor der Kotsifou Schlucht Myrthios (griechisch Μύ …   Deutsch Wikipedia

  • Myrthios — Μύρθιος …   Deutsch Wikipedia

  • Mírthios — Myrthios von oben gesehen Myrthios vor der Kotsifou Schlucht Myrthios (griechisch Μύ …   Deutsch Wikipedia

  • Mýrthios — Myrthios von oben gesehen Myrthios vor der Kotsifou Schlucht Myrthios (griechisch Μύ …   Deutsch Wikipedia

  • ιομιγής — ἰομιγής, ές (Α) αναμεμιγμένος με δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. μυρτο μιγής, ψυχο μιγής] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μουρταδέλα — και μορταδέλα και μορταντέλα, η είδος αλλαντικού από βοδινό ή χοιρινό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mortad ella < λατ. murt atum «αναμεμιγμένος με μύρτο» < murtum < μύρτον] …   Dictionary of Greek

  • μυρσινόκοκκον — μυρσινόκοκκον, τὸ (ΑΜ) ο καρπός τής μυρσίνης, το μύρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + κόκκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”