μύρτο — το ο καρπός ή το κλαδί της μυρτιάς: Στόλισαν με μύρτους την εικόνα του αγίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… … Dictionary of Greek
Mirthios — Myrthios von oben gesehen Myrthios vor der Kotsifou Schlucht Myrthios (griechisch Μύ … Deutsch Wikipedia
Myrthios — Μύρθιος … Deutsch Wikipedia
Mírthios — Myrthios von oben gesehen Myrthios vor der Kotsifou Schlucht Myrthios (griechisch Μύ … Deutsch Wikipedia
Mýrthios — Myrthios von oben gesehen Myrthios vor der Kotsifou Schlucht Myrthios (griechisch Μύ … Deutsch Wikipedia
ιομιγής — ἰομιγής, ές (Α) αναμεμιγμένος με δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + μιγής (< μείγνυμι), πρβλ. μυρτο μιγής, ψυχο μιγής] … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μουρταδέλα — και μορταδέλα και μορταντέλα, η είδος αλλαντικού από βοδινό ή χοιρινό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mortad ella < λατ. murt atum «αναμεμιγμένος με μύρτο» < murtum < μύρτον] … Dictionary of Greek
μυρσινόκοκκον — μυρσινόκοκκον, τὸ (ΑΜ) ο καρπός τής μυρσίνης, το μύρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + κόκκος] … Dictionary of Greek